μηδεποθές

μηδεποθές
(Μ μηδεποθές)
επίρρ. πουθενά («μηδέ δεντρό δε θέλει 'σται μηδεποθές κιανένα να μη βαστά... τ' όνομα... τσ' Αθούσας», Πανώρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. ποθές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”